- μισθοδοτώ
- μισθοδοτώ, μισθοδότησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μισθοδοτώ — (Α μισθοδοτῶ, έω) [μισθοδότης] καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί … Dictionary of Greek
μισθοδοτώ — μισθοδότησα, μισθοδοτήθηκα, μισθοδοτημένος, πληρώνω μισθό σε κάποιον: Ως δημόσιος υπάλληλος μισθοδοτούμαι από το κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθοδοτῶ — μισθοδοτέω pay wages pres subj act 1st sg (attic epic doric) μισθοδοτέω pay wages pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμισθοδότητος — η, ο [μισθοδοτώ] αυτός που δεν μισθοδοτείται ή δεν μισθοδοτήθηκε, ο άμισθος … Dictionary of Greek
μισθοποιούμαι — μισθοποιοῡμαι, έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, έω) μσν. μισθοδοτώ, παρέχω μισθό αρχ. (το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μισθοποιός (< μισθός + ποιός*)] … Dictionary of Greek
μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… … Dictionary of Greek
σιταρχώ — (I) ἡ, Α γυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα ώ (πρβλ. μορφ ώ)]. (II) έω, Α τροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ. β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ… … Dictionary of Greek